αμεταγύριστος
Смотреть что такое "αμεταγύριστος" в других словарях:
αμεταγύριστος — η, ο [μεταγυριστός] 1. αυτός που δεν γύρισε ή δεν μπορεί να γυρίσει, να επιστρέψει 2. αυτός που δεν αλλάζει γνώμη, συνήθειες ή χαρακτήρα, σταθερός, επίμονος, ανένδοτος … Dictionary of Greek
αμεταγύριστος — η, ο 1. επίμονος, ισχυρογνώμονας: Είναι κεφάλι αμεταγύριστο. 2. (για ρούχα), εκείνος που δε γυρίστηκε: Έχω το κουστούμι μου αμεταγύριστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)