αμεταγύριστος

αμεταγύριστος
η , ο см. αγύριστος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αμεταγύριστος" в других словарях:

  • αμεταγύριστος — η, ο [μεταγυριστός] 1. αυτός που δεν γύρισε ή δεν μπορεί να γυρίσει, να επιστρέψει 2. αυτός που δεν αλλάζει γνώμη, συνήθειες ή χαρακτήρα, σταθερός, επίμονος, ανένδοτος …   Dictionary of Greek

  • αμεταγύριστος — η, ο 1. επίμονος, ισχυρογνώμονας: Είναι κεφάλι αμεταγύριστο. 2. (για ρούχα), εκείνος που δε γυρίστηκε: Έχω το κουστούμι μου αμεταγύριστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»